στᾶν

στᾶν
ἵστημι
make to stand
aor ind act 3rd pl (doric)
ἵστημι
make to stand
aor ind act 1st sg (doric)
στάζω
drop
fut part act masc voc sg (doric aeolic)
στάζω
drop
fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
στάζω
drop
fut part act masc nom sg (doric aeolic)
στάζω
drop
fut inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στάν — ἵστημι make to stand aor part act neut nom/voc/acc sg ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκετς, Σταν — (Stan Getz, Φιλαδέλφεια 1927 – Μαλιμπού 1991). Αμερικανός μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες της τζαζ του περασμένου αιώνα, ο Γ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940, δηλαδή στο μεσοδιάστημα …   Dictionary of Greek

  • Λόρελ, Σταν — (Stan Laurel, Ούλβερστον, Αγγλία 1890 – 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού του κινηματογράφου Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον (Arthur Stanley Jefferson). Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών, πραγματοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • Ινδο(υ)στάν — το περιοχή της βόρειας Iνδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… …   Dictionary of Greek

  • Cybele — CYBĔLE, es, Gr. Κυβέλη, ης. 1 §. Namen. Den Namen Cybele, oder, wie er auch vielfältig von den Poeten geschrieben wird, Cybelle, Voss. Theol. gent. lib. II. c. 52. hat sie von dem Berge Cybela, Gr. τὰ Κύβελα Hesych. in Κύβελα, s. p. 566. Strabo L …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • μεταστοιχεί — και μεταστοιχί (Α) επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”